Ότι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό ;
Διονύσης Γ. Βουλγαράκης
Φοιτητής Νομικής
Πριν λίγες
βδομάδες ο Πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλόντ Γιούνγκερ απολογούμενος για τον
φορολογικό παράδεισο του Λουξεμβούργου, ενώπιον δημοσιογράφων στις Βρυξέλλες, πριν ξεκινήσει η συνεδρίαση για το σκάνδαλο
LuxLeaks στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου, υπογράμμισε πως δεν υπήρξε
παραβίαση εθνικής η κοινοτικής νομοθεσίας. Αναγνώρισε όμως, ότι η φορολογική ασυλία που πρόσφερε η χώρα του σε
εκατοντάδες εταιρίες, δεν ήταν απόλυτα ηθική για την Ευρώπη και δικαιολόγησε ότι αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη εναρμονισμένης φορολογικής
πολιτικής στην Ευρώπη. (ΒΗΜΑ 30.11.14)
Στην Ελλάδα λέγεται και
γράφεται ό ο νόμος περί Ενιαίας Φορολογίας Ιδιοκτησίας Ακινήτων, εισάγει
ανήθικη νομοθεσία επειδή φορολογεί ακίνητα και χωρίς κανένα εισόδημα, και γιατί καθορίζει την αξία τους με τις
αντικειμενικές αξίες του 2007 και όχι
τις σημερινές . Μπορεί η φορολογία αυτή να είναι ανήθικη αλλά είναι νόμιμη
γιατί ισχύει και εφαρμόζεται ο νόμος, ο οποίος επιβάλλεται να προσαρμοσθεί προς
το ηθικό, δηλαδή φορολογία αποδοτικών ακινήτων σε σημερινές αξίες.
“ Ότι είναι
νόμιμο είναι και ηθικό;”. Αυτό το ερώτημα έχει
κυριαρχήσει στο δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια.
Επιστήμονες,
αρθρογράφοι, πολιτικοί αναλυτές έχουν εκφράσει σειρά απόψεων στην προσπάθεια
τους να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό. Το γεγονός και μόνο ότι το ερώτημα
εξακολουθεί να διατυπώνεται και να απασχολεί το δημόσιο διάλογο , σταθερά με
την ίδια ένταση, φανερώνει ότι η απάντηση δεν είναι ούτε απλή ούτε μονοσήμαντη.
Στην
πραγματικότητα, το ερώτημα αυτό αποτελεί τη βάση ενός φιλοσοφικού διαλόγου που
πάει πίσω στο χρόνο , από την εποχή της κλασικής αρχαιότητας.
Ειδικά ο Σοφοκλής στην
ΑΝΤΙΓΟΝΗ, λέει για τα ήθη , δηλαδή την ηθική, ότι Κανείς δεν γνωρίζει από πότε
εμφανίστηκαν. Είναι τόσο παλαιά όσο και ο άνθρωπος.
Ο Πλάτωνας
στην «Πολιτεία», ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια, ο Σωκράτης αλλά και
νεώτεροι όπως ο Γκαντ στη «Μεταφυσική των Ηθών» ο Ρουσό στο έργο του «Ό Αιμίλιος», ο Τζων
Στιουαρτ Μιλ στα κείμενα του «Περι Ελευθερίας» και πολλοί άλλοι ασχολήθηκαν –
έμμεσα η άμεσα με το θέμα.
Πλήθος
παραδειγμάτων έχει παρατεθεί εκατέρωθεν, ενώ πραγματικά περιστατικά της
καθημερινής ζωής επαναφέρουν το θέμα από καιρού σε καιρό.
Στην εργασία
αυτή θα επιχειρηθεί μια παράθεση των βασικότερων επιχειρημάτων της κάθε άποψης,
θα παρατεθεί η βασική επιστημονική βάση σχετικά με τις δύο βασικές έννοιες του
ερωτήματος - νόμος , ηθική και θα επιχειρηθεί μια σύνοψη με τη μορφή
συμπεράσματος.
Ο Νόμος
Νόμος
καλείται ο γραπτός κανόνας δικαίου που τίθεται από τη Πολιτεία μέσω των
διατεταγμένων προς τούτο οργάνων της (Υπηρεσιών). Σύμφωνα με μια άλλη προσέγγιση, νόμος καλείται
η Πολιτειακή πράξη, με την οποία τίθεται, τροποποιείται ή καταργείται κανόνας δικαίου.
To δίκαιο είναι ρυθμός της κοινωνικής ζωής , ετερόνομος, επιτακτικός με
δύναμη εξαναγκασμού. Κι η ηθική είναι ρυθμός της κοινωνικής ζωής, αλλά ούτε
επιτακτικός ούτε με δύναμη εξαναγκασμού.
Οι νόμοι
διακρίνονται από πλευράς ουσίας (περιεχομένου) και τύπου (Υπηρεσία που το
εξέδωσε).
Από απόψεως
ουσίας ο νόμος διακρίνεται:
- Ως
ουσιαστικός νόμος, δηλαδή η πράξη της Πολιτείας που περιέχει κανόνα ή κανόνες
δικαίου, ανεξάρτητα του τύπου, υπό τον οποίο εκδόθηκε ή της Υπηρεσίας που το
εξέδωσε και
- Ως διοικητική
κατ΄ ουσία πράξη, δηλαδή τη πράξη η οποία έχει διοικητικό περιεχόμενο,
ανεξάρτητα του τύπου υπό τον οποίο εκδόθηκε.
- Από απόψεως
τύπου ο νόμος διακρίνεται:
- Ως τυπικός
νόμος, δηλαδή που ακολουθείται η γενική διαδικασία έκδοσης (ψήφιση, κύρωση,
έκδοση) δια των νομοθετικών παραγόντων (Βουλή, Ανώτατος Άρχων) και έχει
δημοσιευθεί κατάλληλα, ανεξάρτητα περιεχομένου. Να σημειωθεί ότι αν ο τυπικός νόμος περιέχει κανόνα δικαίου, πού
είναι και το συνηθέστερο, είναι και
ουσιαστικός νόμος. Αν όμως έχει διοικητικό περιεχόμενο τότε είναι απλός τυπικός
νόμος (π.χ. ο προϋπολογισμός του κράτους), και
- Ως Διάταγμα,
δηλαδή πράξη της Πολιτείας που εκφράζεται δια των οργάνων της (υπηρεσιών)
ανεξαρτήτως περιεχομένου.
- Η
πρωτοβουλία κατάρτισης των Νόμων (νομοθετική) ανήκει στη Κυβέρνηση και τη
Βουλή, ασκείται δε υπό ορισμένους όρους και ορισμένη διαδικασία, σύμφωνα πάντα
και όπως προβλέπει το Σύνταγμα με τα ακολουθούμενα στάδια της επεξεργασίας, της
συζήτησης και ψήφισης από τη Βουλή των νομοσχεδίων με τελικό στάδιο τη κύρωση,
την έκδοση και δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η Ηθική
Σε αντίθεση
με το Νόμο, ο προσδιορισμός της έννοιας ηθική είναι πιο περίπλοκος. Δεν είναι
εύκολα προσδιορίσιμη και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ένας ορισμός κοινά και
διαχρονικά αποδεκτός.
Αυτός είναι
και ο λόγος που ο προσδιορισμός της υπήρξε πάντα αντικείμενο προβληματισμού και
αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους διανοητές και τους φιλοσόφους.
Τα τελευταία
χρόνια του εικοστού αιώνα είναι ραγδαία η ανάπτυξη της αρετολογικής ηθικής, η
οποία θεωρείται πλέον μια από τις βασικές τάσεις της σύγχρονης ηθικής
φιλοσοφίας (Βιρβιδάκης, 2008).
Ήθος
σημαίνει έθος, έθιμο, θεσμός. Στην ευρύτερη έννοια του όρου. η λέξη σημαίνει
την πνευματική στάση και συμπεριφορά του ανθρώπου, το χαρακτήρα, το φρόνημά του
(LeisegangH., Einfuhrungindiephilosophie, 1951).
Από την
άλλη, η ηθική είναι κανόνας και μέτρο για τη συμβίωση και τη διαγωγή των
ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Για το λόγο αυτό, είναι μια από τις μορφές της
κοινωνικής συνείδησης.
Για τους
ιδεαλιστές, η ηθική είναι απόλυτα ανεξάρτητη από τις υλικές συνθήκες της ζωής
των ανθρώπων. Για τους υλιστές αντίθετα δεν υπάρχει ηθική έξω από την ανθρώπινη
κοινωνία ( Ρόζενταλ Μ.- Γιούντιν Π., Φιλοσοφικό Λεξικόν, Αναγνωστίδης, λήμμα:
ηθική).
Σε αυτά
τα πλαίσια αναπτύχθηκαν δυο σχολές σκέψης, του Νομικού Θετικισμού και του Φυσικού δικαίου.
Ο Νομικός
Θετικισμός εξετάζει αν πρέπει να υπάρχει σχέση ηθικής και νόμου. Η θεμελιώδης
αρχή που τον χαρακτηρίζει είναι ότι το
δίκαιο δεν είναι συνδεδεμένο με την ηθική.
Οι νόμοι
είναι αντιληπτοί ως εντολές ή άλλες exofficio διακηρύξεις ενός ανώτατου άρχοντα
ή μιας αναγνωρισμένης εξουσίας, χωρίς καμιά αναφορά σε ηθικούς προβληματισμούς
(BullockA.- TrombleyS., 2000:860).
Η άλλη σχολή
σκέψης, του Φυσικού δικαίου, σε αντίθεση προς τον Νομικό Θετικισμό έχει ως
θεμελιώδη θέση το ότι υπάρχει παντοτινή και αναγκαία σχέση μεταξύ ηθικής και
νόμου/δικαίου.
Το δίκαιο
υπάρχει και εκπορεύεται από τη φύση. Βεβαίως το τι ακριβώς εννοείται με αυτό
και το πώς το δίκαιο προκύπτει από τη φύση, ερμηνεύεται διαφορετικά από κάθε
φιλόσοφο.
Ο
Αριστοτέλης , για παράδειγμα, πίστευε πως οι φυσικοί νόμοι έχουν καθολική αξία
και είναι αναλλοίωτοι.
Οι στωικοί
φιλόσοφοι ,απ την άλλη ,θεωρούσαν πως το φυσικό δίκαιο στηριζόταν στη λογική
(BullockA.- TrombleyS., 2000:1318).
Αυτές οι δυο
τάσεις είναι οι επικρατέστερες στη σχολή του Φυσικού Δικαίου, αλλά δεν είναι
αυτοαναιρούμενες. Διότι, η πρώτη υπό το πρίσμα μεταφυσικής προσέγγισης, δέχεται
πως η ανθρώπινη λογική απλώς ανακαλύπτει το δίκαιο που υπάρχει αενάως και είναι
αμετάβλητο.
Άρα, ότι είναι νόμιμο
είναι και ηθικό ανάγοντας το δίκαιο σε κάτι το θεϊκό που ξεπερνά τα στενά όρια
της αντίληψης μας για τη νομιμότητα, αλλά πιο πολύ βασίζεται στην
ύπαρξη πανανθρώπινων αρχών ηθικής, όπως οι αρχές για τη ζωή και την αξιοπρέπεια
του προσώπου που εκπορεύονται από το θείο.
Άρα, υπό το
φως μιας μεταφυσικής προσέγγισης το ηθικό και το νόμιμο δεν μπορούν να μην
ταυτίζονται, καθώς εκτός της κοινής τους πηγής εκπόρευσης, η ηθική είναι νόμος
και ο νόμος ηθική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται η
Λογική, η νόηση.
Συγκριτική προσέγγιση
Από το όσα
συνοπτικά αναπτύχθηκαν παραπάνω σε σχέση με τις δύο βασικές έννοιες του
ερωτήματος, είναι προφανές ότι ο Νόμος ,
ως έννοια είναι αντικειμενική.
Ισχύει σε
κάθε περίπτωση και για όλους τους
πολίτες .
Αν υπάρχουν
εξαιρέσεις στην εφαρμογή του, πάλι οφείλει να το ορίζει με τρόπο σαφή. Ως εκ
τούτου αποτελεί ένα γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλει να κινείται ο
πολίτης. Αποτελεί τρόπον τινά τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή του κοινωνικού
κλάσματος.
Η ηθική απ
την άλλη, ως έννοια, είναι υποκειμενική. Σχετίζεται με την παράδοση , την
κουλτούρα , τις ιδιαίτερες αξίες που υπάρχουν στις τοπικές κοινωνίες , το
μορφωτικό επίπεδο και πλήθος άλλων υποκειμενικών παραγόντων που συνθέτουν το
περιεχόμενο της έννοιας.
Έτσι για
παράδειγμα, σε κάποιες κοινωνίες, τα λεγόμενα «εγκλήματα τιμής» -παρά το
γεγονός ότι νομικά έχουν την ίδια αντιμετώπιση με οποιασδήποτε άλλης μορφής
έγκλημα, θεωρούνται αποδεκτά και πολλές φορές επιβεβλημένα από το κοινωνικό σύνολο.
Αντιθέτως, η
ποινή του θανάτου που υφίσταται σε νομοθεσίες αρκετών κρατών η και
πολιτειών – όπως για παράδειγμα στις
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) δεν είναι καθολικά ηθικά αποδεκτή.
Υπάρχουν
κοινωνίες επίσης, που διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα (άνδρες – γυναίκες) σε
σειρά δικαιωμάτων είναι νομοθετικά κατοχυρωμένες και ηθικά αποδεκτές την ίδια
ώρα που σε άλλες κοινωνίες μια αντίστοιχη συμπεριφορά επισύρει ποινές ιδιαίτερα
αυστηρές.
Όπως
υπάρχουν κράτη που η χρήση ναρκωτικών είναι νόμιμη και αποδεκτή ηθικά.
Η πορνεία
επίσης ,παρά το
γεγονός ότι υφίσταται νομίμως σε πολλές κοινωνίες ,οι άσκηση της δεν είναι
πάντα ηθικά αποδεκτή.
Πέραν όλων
των παραπάνω παραδειγμάτων – που προφανώς δεν είναι τα μόνα που υπάρχουν ,
τίποτα δεν αποκλείει κάτι που είναι νόμιμο σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, να
γίνει παράνομο σε επόμενη χρονική περίοδο η ακόμα και να μεταβληθεί η ηθική αντίληψη της κοινωνίας
για κάποιο ζήτημα με την πάροδο τοτ χρόνου.
Στο σημείο
αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το
σχηματισμό των Ενώσεων των Κρατών (ΗΠΑ,
ΕΕ κλπ) αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς
η τάση της ενοποίησης της παγκόσμιας νομοθεσίας ιδιαίτερα σε ότι
σχετίζεται με τομείς παραβατικής δραστηριότητας όπως το « ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος» , η εμπορία όπλων , η εμπορία ανθρώπων και ανθρωπίνων οργάνων, τα ναρκωτικά
κλπ. Το γεγονός αυτό περιπλέκει ακόμα περισσότερο το ζήτημα της εξίσωσης
νόμου-ήθους.
Είναι
συνεπώς προφανές , ότι στη συζήτηση περί νομίμου και ηθικού, δεν χωρούν
γενικεύσεις κυρίως για το λόγο, ότι αυτό
που για κάποια κοινωνία είναι νόμιμο και ηθικό για κάποια άλλη μπορεί να είναι
νόμιμο και ανήθικο η και ηθικό αλλά
παράνομο.
Ως εκ τούτου
το φιλοσοφικό ερώτημα «Νόμιμο και Ηθικό» αποκτά ξεχωριστό περιεχόμενο όταν
ειδωθεί κάτω από συγκεκριμένο οπτικό πρίσμα, σε συγκεκριμένες κοινωνίες και σε καθορισμένη χρονικά συγκυρία και για
ορισμένο πεδίο αναφοράς.
Η νομοθετική νομιμοποίηση
Δεν θα
πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας, ότι ο φιλοσοφικός διάλογος που έχει
αναπτυχθεί ιστορικά – ιδιαίτερα από τους κλασσικούς συγγραφείς, είχε ως πεδίο
αναφοράς τις συγκεκριμένες κοινωνίες. Ως εκ τούτου οι προβληματισμοί και οι
απόψεις που έχουν κατά καιρούς
διατυπωθεί ενσωματώνουν και το
γενικότερο προβληματισμό αλλά και τις γνώσεις της κάθε εποχής.
Στο σημείο
αυτό, ιδιαίτερα κρίσιμο μέγεθος για τη
διερεύνηση της εξίσωσης «νόμιμο, ηθικό» ,
είναι ο τρόπος με τον οποίο η κάθε πολιτεία αποφασίζει το νομικό της πλαίσιο.
Στις
δικτατορίες, νόμος είναι πρακτικά η απόφαση του δικτάτορα η του καθεστώτος. Αυτός,
ή το καθεστώς αποφασίζει κατά το δοκούν χωρίς καμία λογοδοσία και πολύ
περισσότερο χωρίς κανένα έλεγχο. Ως εκ τούτου η πιθανότητα της αντιστοίχησης
του νομίμου με το ηθικό , είναι ελάχιστη.
Το ίδιο
συμβαίνει και σε Ολιγαρχικά η θεοκρατικά καθεστώτα.
Στις
«δημοκρατίες δυτικού τύπου» όμως, όπως
συνήθως αποκαλούνται, η νομοθετική νομιμοποίηση έχει διαφορετικές διαστάσεις
και περιεχόμενο.
Η
νομιμοποίηση αυτή, εκπορεύεται από τον ίδιο το λαό, ο οποίος καλείται σε
καθορισμένα χρονικά διαστήματα να επιβεβαιώσει η και να άρει την εντολή προς τους κρατούντες που έχει
επιλέξει.
Στο σημείο αυτό, βρίσκεται και ο
σκληρός πυρήνας των υποστηρικτών της άποψης πώς ότι είναι νόμιμο, είναι και
ηθικό.
Πιο
συγκεκριμένα , ο σκληρός πυρήνας και η φιλοσοφική βάση στην οποία εδράζεται η
λογική αυτή είναι ο εξής :
Στις
δημοκρατίες, οι πολίτες επιλέγουν τους εκπροσώπους τους (Βουλευτές) οι οποίοι
ως νομοθετικό πλέον σώμα –μετά την εκλογή τους θα ψηφίσουν νόμους που θα καθορίσουν
το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινείται η κοινωνία.
Το
νομοθετικό σώμα που προκύπτει από τη διαδικασία αυτή, εκφράζει το συσχετισμό
των πολιτικών, και κοινωνικών δυνάμεων που το επέλεξαν. Αντανακλά όμως και
απεικονίζει ταυτόχρονα και το κυρίαρχο ήθος των
εκλογέων.
Ως εκ
τούτου, οι νόμοι που προέρχονται απ αυτή τη διαδικασία εκ των πραγμάτων
αντανακλούν και ενσωματώνουν την κυρίαρχη ηθική της συγκεκριμένης κοινωνίας.
Συνεπώς – στην περίπτωση αυτή, το νόμιμο , είναι και ηθικό.
Αν ένας
νόμος δεν ανταποκρίνεται στο κρατούν
ήθος, η πίεση του εκλογικού σώματος- εντολέων,
θα παρέμβει και θα αναγκάσει τους
κρατούντες να τον αλλάξουν με τρόπο που να
αντιστοιχηθεί σ ότι οι ίδιοι πιστεύουν ως ηθικό.
Ας δούμε ένα
χαρακτηριστικό δείγμα, από την ενημέρωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Δ. Ρέππα,
στις 23 Σεπτεμβρίου 1999 για το
Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών .
Εκείνη την
περίοδο, ξεκινούσε η μεγάλη πτώση του
χρηματιστηρίου, που μετέτρεψε τους «επενδυτές» σε εγκλωβισμένους και σε απώλεια
τρισεκατομμυρίων δραχμών (τότε ακόμα δεν είχε υιοθετηθεί το ευρώ ως νόμισμα) ενώ υπήρχε η κατηγορία ότι πολλοί Υπουργοί του
τότε στην Ελλάδα κυβερνόντος κόμματος (ΠΑΣΟΚ) , συμμετείχαν ενεργά ως επενδυτές
στο Χρηματιστήριο.
Τι είχε πει
ο κ. Ρέππας:
«Ερώτηση: Στην Κύπρο, ο Πρόεδρος
Κληρίδης, αποφάσισε να απολύει τους υπουργούς του, οι οποίοι με τη μέθοδο της
μετοχικής τοποθέτησης αγοράζουν μετοχές στο Χρηματιστήριο. Μάλιστα, ο γενικός
Εισαγγελέας Κύπρου εξετάζει και την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, ώστε να
υπάρχουν ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες και σε άλλα πρόσωπα, Διοικητές Οργανισμών,
Συμβούλους κ.λπ. Η ελληνική κυβέρνηση σκέπτεται κάτι τέτοιο;
ΡΕΠΠΑΣ: Το
συνταγματικό και νομικό πλαίσιο που ισχύει το γνωρίζετε. Δεν αλλάζει. Δεν
υπάρχει κάτι που να είναι παράνομο ή αντισυνταγματικό, όσον αφορά
δραστηριότητες κυβερνητικών και κρατικών παραγόντων, σε αυτό τον τομέα. Εμείς
αντιμετωπίζουμε αυτό το οποίο είναι παράνομο.
Ο,τι δεν είναι παράνομο δεν μπορεί να διώκεται.»
Η πίεση,
όμως, της κοινής γνώμης ήταν τέτοιας
έντασης που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ψηφίστηκε νόμος από τη Βουλή των Ελλήνων που απαγόρευε στα
μέλη του κοινοβουλίου και στους Υπουργούς να επενδύουν στο Χρηματιστήριο.
Ο νόμος
αυτός- που ισχύει ακόμα και σήμερα ήρθε να εξισώσει την ηθική αντίληψη της
κοινωνίας περί της δυνατότητας των Βουλευτών να ασχολούνται με τα επενδυτικά
προϊόντα αυτού του τύπου. (Νόμος «περί πόθεν έσχες» .Βουλή των Ελλήνων).
Συμπέρασμα
Όπως σε κάθε
φιλοσοφικό ερώτημα, έτσι και στο ερώτημα που εξετάζει η παρούσα εργασία, δεν
υπάρχουν απόλυτες αλήθειες.
Υπάρχουν –
από κάθε οπτική, απόψεις που συνοδεύονται με επιχειρήματα που συχνά είναι πολύ
ισχυρά και δημιουργούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που συνεχίζουν το
διάλογο στο διηνεκές.
Οι νόμοι και
η ηθική, είναι μεγέθη διαφορετικά αλλά και ίδια.
Στις δημοκρατικά
οργανωμένες κοινωνίες γίνεται προσπάθεια οι νόμοι να ανταποκρίνονται στην
κρατούσα ηθική αλλά και ή ίδια η κοινωνία έχει την τάση να οδηγεί τη νομοθετική
εξουσία στην υιοθέτηση νόμων που να
ανταποκρίνονται στις ηθικές της αντιλήψεις.
Έτσι, μέσα
σε ένα αέναο πλαίσιο κοινωνικής διεργασίας, το νόμιμο, οφείλει να είναι και ηθικό η να
τείνει προς το ηθικό . Ενώ οι ηθικές αντιλήψεις τείνουν να μετεξελιχθούν σε
νόμους στο βαθμό που δεν έχουν περιβληθεί ακόμα από νόμιμο τύπο.
Σε κάθε
περίπτωση το πρακτικό πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών δεν είναι το «νόμιμο και
ηθικό» αλλά το παράνομο και το ανήθικο.
Βιβλιογραφία Αντωνόπουλος Γ. , Εισαγωγή εις την Φιλοσοφίαν, Α και Β μέρος,
εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1980
Αραβαντινός
Π.Ι., Εισαγωγή στην Επιστήμη του Δικαίου, δεύτερη έκδ. Αντ.Ν.Σακκουλα ,Αθήνα,
1983
Βιρβιδάκης,
Στ. Σύγχρονες θεωρίες αρετών και αριστοτελική ηθική, Υπόμνημα στη φιλοσοφία –
αφιέρωμα στα Ηθικά Νικομάχεια, Cogito, τεύχος 8, Ιούνιος 2009, 183-
Ρουσσώ Ζαν
-Ζακ, Κοινωνικό συμβόλαιο, (μετ: Δ. Κωστελένος) χ.χ.218
Βουλή των
Ελλήνων
Υπουργείο
Τύπου , briefing 23 Σεπτεμβρίου 1999
Η έννοια της ηθικής στην παράδοση του φυσικού
δικαίου, Νομική Εφημερίδα http://curia.gr