"Η Ελλάς προσέρχεται στην Ευρώπη με τη βεβαιότητα ότι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης εμπεδώνεται για όλα τα μέρη η εθνική ανεξαρτησία, κατοχυρώνονται οι δημοκρατικές ελευθερίες, επιτυγχάνεται η οικονομική ανάπτυξη και γίνεται με τη συνεργασία όλων κοινός καρπός η κοινωνική και οικονομική πρόοδος.

Kαι για να μετάσχουμε σ’ αυτή την προσπάθεια, έχομε την απόφαση να επιχειρήσουμε τις διαρθρωτικές μεταβολές και τους θεσμικούς εκσυγχρονισμούς που θα διευκολύνουν την πορεία μας. Εχομε συνείδηση των δυσχερειών. Διδαχθήκαμε από τον κλασικό ελληνισμό ότι “χαλεπά τα καλά”.
Μ’ αυτά τα λόγια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοίνωνε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ τον Μάιο του 1979. Σήμερα, 36 χρόνια έπειτα από την ιστορική αυτή απόφαση, η Ελλάδα βρίσκεται στη δεινότερη θέση της μεταπολεμικής της Ιστορίας. Τίτλοι όπως «Η Ελλάδα σε πόλεμο με την Ε.Ε.» εμφανίζονται όλο και πιο συχνά στα ΜΜΕ, ενώ το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού φαίνεται να κερδίζει διαρκώς και περισσότερο έδαφος.
Είναι η Ευρώπη που ευθύνεται για την κατάληξη αυτή ή εμείς οι ίδιοι δεν κάναμε τα απαραίτητα βήματα για να στηρίξουμε την κορυφαία αυτή πολιτική επιλογή;

Στη χώρα μας είναι σαφές ότι δεν αρέσουν οι αλήθειες και ειδικά όταν είναι σκληρές. Και δεν είναι λίγες οι φορές που, όταν λέχθηκαν αλήθειες, λοιδορήθηκαν και χλευάστηκαν από το σύνολο της κοινής γνώμης. 

Και η αλήθεια είναι ότι ενώ η Ευρώπη υπήρξε πάντα αρωγός στην Ελλάδα, είμαστε εμείς -πολιτικές δυνάμεις, πολιτικοί και πολίτες- που αφήσαμε τις ευκαιρίες να χαθούν. Ο καθένας με το δικό του αναλογικό μερίδιο ευθύνης, αλλά και όλοι μαζί ως κοινωνία αντιμετωπίσαμε την Ευρώπη περισσότερο ως «παχιά αγελάδα», παρά σαν ευκαιρία εκσυγχρονισμού ενός απαρχαιωμένου πολιτικού και οικονομικού συστήματος.

Προσχωρήσαμε στη βολική επιλογή μιας ευημερίας που υπάκουε περισσότερο στην «ατομική τακτοποίηση» και θεωρήσαμε τον κοινωνικό αυτοματισμό υποκατάστατο των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών.
Δεν προσαρμοστήκαμε στις ανακατατάξεις της νέας παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας.
Στην ίδια αντίληψη, οικονομικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν, εκμεταλλευόμενες τους σαθρούς μηχανισμούς ενός συστήματος που λειτουργούσε αυτοτελώς και με την άνεση που του εξασφάλιζε η αναλογική διασπορά του οφέλους.
Παρά τους βερμπαλισμούς, δεν ασχοληθήκαμε ποτέ σοβαρά με το φαινόμενο της διαπλοκής. Το έργο, όσο κι αν ήταν επικίνδυνο, ήταν επαναλαμβανόμενο.

Οι πολίτες επέλεγαν τους αρεστούς και οι πολιτικές δυνάμεις προσπαθούσαν να αρέσουν για να είναι επιλέξιμες. Στην αντίθετη περίπτωση, το σύστημα λειτουργούσε με μορφή πολιτικού εκκαθαριστή. Με όρους καθαρού δημοσιονομικού οφέλους, η Ελλάδα διαχρονικά υπήρξε από τα πιο ωφελημένα μέλη της Ε.Ε.
Περισσότερο από 200 δισ. ευρώ ήταν τα συνολικά έσοδα της χώρας όλα αυτά τα χρόνια, από τα ΜΟΠ έως τα ΕΣΠΑ.

Ακόμα και σήμερα, που η χώρα είναι με την πλάτη στον τοίχο, είναι η Ευρώπη -με τα καλά και τα κακά της- στην οποία καταφύγαμε. Και απ’ αυτήν περιμένουμε τη λύση του αδιεξόδου μας. Αν κάτι, λοιπόν, πρέπει να αλλάξει, είναι η νοοτροπίας μας ως κοινωνίας. Είναι η θεώρησή μας για τη χώρα και την προοπτική της.
Είναι ο ίδιος μας ο εαυτός.
Στην αντίθετη περίπτωση, θα θυμίζουμε τον γραφικό πατροκτόνο, που, αφού σκότωσε τον πατέρα του, ζητούσε επιείκεια επικαλούμενος ότι είναι ορφανός.